Quantcast

Ας μιλήσουμε για την Ευρώπη

γράφει ο Ναπολέων Μαραβέγιας*

*Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής Οικονομίας (ΕΚΠΑ), Ευρωπαϊκή Εδρα Jean Monnet του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, πρόεδρος του Ε.Σ. του Ιδρύματος Μεσογειακών Μελετών, π. υπουργός, π. αντιπρύτανης ΕΚΠΑ

Κάθε φορά που φθάνει ο χρόνος των ευρωπαϊκών εκλογών, στη δημόσια συζήτηση μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, των ειδικών επιστημόνων και των δημοσιογράφων διατυπώνεται το αίτημα να μιλήσουμε για την Ευρώπη. Ωστόσο, παρά την πρόθεση, ο δημόσιος διάλογος, αντί να ασχολείται με τα ευρωπαϊκά διακυβεύματα, στην πραγματικότητα εξαντλείται στην αντιπαλότητα μεταξύ των εγχώριων πολιτικών δυνάμεων. Ακόμη και τα πολιτικά κόμματα που θεωρούν ότι το παρόν και το μέλλον της χώρας μας συνυφαίνεται με την Ευρώπη και έχουν κατανοήσει ότι η Ε.Ε. είναι η δική μας οικογένεια διολισθαίνουν στη συζήτηση για την εσωτερική πολιτική κατάσταση, καθώς δεν βρίσκουν εγχώριο συνομιλητή για ένα σοβαρό πολιτικό διάλογο για τα ευρωπαϊκά ζητήματα.

Ομως, ειδικά σε αυτές τις ευρωεκλογές, διακυβεύονται τουλάχιστον τέσσερα πολύ μεγάλα ευρωπαϊκά ζητήματα που ξεπερνούν κατά πολύ τις εσωτερικές κομματικές αντιπαλότητες. Τα θέματα αυτά πρέπει να τεθούν στην κρίση των Ελλήνων ως Ευρωπαίων πολιτών, οι οποίοι συνδιαμορφώνουν μαζί με τους πολίτες των άλλων κρατών-μελών το ευρωπαϊκό μέλλον. Καθώς μάλιστα το ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι το θεσμικό όργανο στο οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις μαζί με το Συμβούλιο Υπουργών, οι ευρωπαϊκές εκλογές και η επάρκεια των υποψήφιων Ελλήνων ευρωβουλευτών έχουν μεγάλη σημασία.

Το πρώτο μεγάλο ευρωπαϊκό ζήτημα είναι η στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης μπροστά στις νέες γεωπολιτικές εξελίξεις, μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία και την ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή. Καθώς η αμερικανική ηγεμονία αμφισβητείται και το αμερικανικό ενδιαφέρον για την Ευρώπη σταδιακά περιορίζεται, η συζήτηση για την άμυνα και την εξωτερική πολιτική της Ευρώπης αποκτούν κρίσιμη σημασία. Ακόμη και η κατεύθυνση της στρατηγικής αυτονομίας συζητείται, μεταξύ μιας Ευρώπης ανοικτών οριζόντων ή μιας περισσότερο περίκλειστης ηπειρωτικής Ευρώπης. Προφανώς η χώρα μας ενδιαφέρεται για τις εξελίξεις και πρέπει να συζητήσει για αυτές.

Το δεύτερο μεγάλο ζήτημα, που συνδέεται με το πρώτο, είναι η δημιουργία σταδιακά μιας οιονεί κοινής δημοσιονομικής πολιτικής, σύμφωνα με την οποία η Ευρώπη θα δανείζεται από κοινού (όπως στην περίπτωση του Ταμείου Ανάκαμψης) και θα αποπληρώνει με κοινούς ευρωπαϊκούς φόρους. Η ευρωπαϊκή συζήτηση ενός νέου Ταμείου για τη χρηματοδότηση των αμυντικών εξοπλισμών (πέρα από το ειδικό ενδιαφέρον που έχει η χώρα μας για αμυντικές δαπάνες) πρέπει να μας απασχολεί, γιατί μια τέτοια εξέλιξη της δημοσιονομικής πολιτικής συμφέρει απολύτως μια λιγότερο ανεπτυγμένη χώρα-μέλος, όπως η Ελλάδα. Παράλληλα, η δημιουργία ενός παρόμοιου Ταμείου για τις φυσικές καταστροφές, λόγω της κλιματικής αλλαγής, ενδιαφέρει πρωτίστως τις νότιες χώρες της Ευρώπης και βέβαια τη χώρα μας.

Το τρίτο μεγάλο ζήτημα είναι η δημιουργία βιομηχανικής και τεχνολογικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο με υποστήριξη των επιχειρήσεων, των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων. Η διαπίστωση ότι η Ευρώπη υπολείπεται των ΗΠΑ και της Κίνας στο ζήτημα αυτό πρέπει να τροφοδοτήσει μια καινοτομική ευρωπαϊκή βιομηχανική στρατηγική, όπως έχουν οι ΗΠΑ και η Κίνα, προκειμένου να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη πρωτοπορία τους. Η χώρα μας μόνο να κερδίσει έχει από μια τέτοια στρατηγική, καθώς πάσχει από επενδύσεις στη βιομηχανία και στην επιστημονική έρευνα. Ο προσανατολισμός του Ταμείου Ανάκαμψης προς την ψηφιοποίηση και την πράσινη οικονομία έχει μεγάλη συμβολή προς την κατεύθυνση μιας βιομηχανικής στρατηγικής, αλλά προφανώς δεν αρκεί.

Το τέταρτο μεγάλο ζήτημα είναι η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής δημογραφικής στρατηγικής, καθώς η Ευρώπη βρίσκεται σε σημείο συνεχούς υποχώρησης των γεννήσεων. Με εξαίρεση τη Γαλλία, όπου ο δείκτης και εκεί είναι περισσότερο ικανοποιητικός (αλλά όχι επαρκής για την ανανέωση του πληθυσμού), όλες οι άλλες χώρες-μέλη, με πρώτη τη χώρα μας, έχουν πολύ σοβαρό πρόβλημα υπογεννητικότητας. Η κατάσταση αυτή, σε συνάρτηση με τον υπερπληθυσμό της Αφρικής και της Ασίας, θέτει κρίσιμα ζητήματα που αφορούν τη μεταναστευτική πολιτική και την προσπάθεια ενσωμάτωσης των μεταναστών στους εγχώριους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς. Προφανώς η χώρα μας είναι άμεσα ενδιαφερόμενη.

Ολα τα παραπάνω ζητήματα δεν μπορούν να βρουν μια θετική κατάληξη αν η ευρωπαϊκή οικονομία δεν ανακάμψει από το σημερινό τέλμα που βρίσκεται. Ταυτόχρονα, όμως, η ευρωπαϊκή οικονομία δεν θα ανακάμψει αν η Ευρώπη δεν υιοθετήσει τις προαναφερόμενες μεγάλες κατευθύνσεις: στρατηγική αυτονομία, δημοσιονομική ενοποίηση, βιομηχανική και δημογραφική στρατηγική. Προφανώς, η ευτυχής για τη χώρα μας εξέλιξη των ευρωπαϊκών αυτών ζητημάτων εξαρτάται και από την ενίσχυση των φιλοευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων στο ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και από τον περιορισμό των ακροδεξιών, λαϊκιστικών και αντιευρωπαϊκών δυνάμεων που απεργάζονται τη διάλυση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

Αυτά τα μεγάλα ευρωπαϊκά ζητήματα θα πρέπει να απασχολήσουν τον εγχώριο πολιτικό διάλογο, ώστε οι Ελληνες πολίτες, πέρα από τον καθημερινό τους αγώνα για επιβίωση και ευημερία, να είναι ενήμεροι και για το ευρωπαϊκό μέλλον τους, που θα επηρεάσει με πολλούς τρόπους τη ζωή τους και τη ζωή των παιδιών τους.